ἀναζωπυρήσῃ — ἀναζωπυρήσηι , ἀναζωπύρησις restoration of strength fem dat sg (epic) ἀναζωπυρέω rekindle aor subj mid 2nd sg ἀναζωπυρέω rekindle aor subj act 3rd sg ἀναζωπυρέω rekindle fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναζωπυρήσῃ , ἀναζωπυρέω rekindle futperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναψη — η (Α ἄναψις) νεοελλ. η έξαψη, φλόγωση αρχ. άναμμα, αναζωπύρηση 2. επιτολή, εμφάνιση αστέρων … Dictionary of Greek
αναρρίπιση — η αναθέρμανση, αναζωπύρηση … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εμπρηστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον εμπρησμό ή ο κατάλληλος για μετάδοση τής φωτιάς («εμπρηστικές ύλες, βλήματα κ.λπ.») 2. μτφ. αυτός που συντελεί στην αναζωπύρηση παθών («εμπρηστική αρθρογραφία») … Dictionary of Greek
επάναψις — ἐπάναψις, η (AM) αναζωπύρηση, ξανάναμμα … Dictionary of Greek
ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
αναθέρμανση — η 1. ξαναζέσταμα: Σημειώθηκε πρόσφατα μια αναθέρμανση στις σχέσεις τους. 2. αναζωπύρηση: Υπάρχει κίνδυνος να έχουμε αναθέρμανση του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)